- νεοκλασικιστής
- ο, θηλ. -ίστριακαλλιτέχνης, συγγραφέας, ποιητής ή αρχιτέκτονας που ακολουθεί τις αρχές τού νεοκλασικισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neoclassicist (< νε[ο]- + κλασικιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek